επιταχυντικός


επιταχυντικός
Προφορά

Ετυμολογία
επιταχυντικός επιταχύνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιταχυντικός -ή, -ό

✦ που επαυξάνει την ταχύτητα κινήσεως ή ενέργειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
επιταχυντικά (Κ επιταχυντικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.