επιταχυντής
Προφορά
Ετυμολογία
επιταχυντής επιταχύνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο επιταχυντής
✦ ουσία που αυξάνει την ταχύτητα μιας αντιδράσεως
✦ (πυρην. φυσ.) μηχανή που μεταδίδει υψηλές ταχύτητες σε στοιχειώδη σωματίδια (ηλεκτρόνια, πρωτόνια κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–