επιτατικός
Προφορά
Ετυμολογία
επιτατικός μεταγενέστερη ελληνική ἐπιτατικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επιτατικός -ή, -ό
✦ που επιτείνει, επαυξάνει: επιτατικός προσδιορισμός, (στη γραμμ.) που επιτείνει την έννοια της λέξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
επιτατικά (Κ επιτατικώς)