επιτήδειος


επιτήδειος
Προφορά

Ετυμολογία
επιτήδειος αρχαία ελληνική ἐπιτήδειος

Ερμηνεία
επιτήδειος

✦ -εια, -ειο επίθ. (Κ -εία, -ειον) ο κατάλληλος για ορισμένο σκοπό: επιτήδειος τρόπος
✦ (για πρόσ.) επιδέξιος, καπάτσος, καταφερτζής
✦ πληθ. ουδ. τα επιτήδεια ως ουσ., τα αναγκαία για την επιβίωση, τα τρόφιμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδέξιος
Επιρρήματα
επιτήδεια (Κ επιτηδείως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.