επιτέλους
Προφορά
Ετυμολογία
επιτέλους └φρ┘επί τέλους
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ επιτέλους
✦ (ως έκφραση αδημονίας) τελικά: επιτέλους, τι γυρεύεις από μένα;
✦ ως έκφραση ανακούφισης έπειτα από μακρά αναμονή: επιτέλους ήρθες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–