επιτάφιος


επιτάφιος
Προφορά

Ετυμολογία
επιτάφιος αρχαία ελληνική ἐπιτάφιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιτάφιος -ια, -ιο

✦ που βρίσκεται πάνω στον τάφο: επιτάφια στήλη
✦ που γίνεται στον τάφο κατά τον ενταφιασμό
✦ αρσ. ο επιτάφιος ως ουσ., η ακολουθία της κήδευσης του Χριστού, κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και το ειδικό κουβούκλιο: η περιφορά του επιταφίου
✦ ιερό άμφιο όπου απεικονίζεται η ταφή του Χριστού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.