επισυνάπτω


επισυνάπτω
Προφορά

Ετυμολογία
επισυνάπτω μεταγενέστερη ελληνική ἐπισυνάπτω

Ερμηνεία
ρήμα επισυνάπτω

✦ προσαρτώ κάτι σε γράμμα ή έγγραφο: στην αίτησή μου είχα επισυνάψει όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.