επιστύλιο
Προφορά
Ετυμολογία
επιστύλιο μεταγενέστερη ελληνική ἐπιστύλιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το επιστύλιο
✦ η επάνω από τους στύλους δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα
✦ (ειδ.) στους αρχαίους ναούς, το αμέσως πάνω από τις κολόνες μέρος του θριγκού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–