επιστόμιο


επιστόμιο
Προφορά

Ετυμολογία
επιστόμιο μεταγενέστερη ελληνική ἐπιστόμιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το επιστόμιο

✦ κομμάτι που προσαρμόζεται στο στόμιο αγγείου, κρήνης ή σωλήνα, και που χρησιμεύει ως πώμα ή κρουνός ή για άλλο πρακτικό σκοπό
✦ (ειδ.) το άκρο πνευστού μουσικού οργάνου, που μπαίνει στο στόμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.