επιστομίζω


επιστομίζω
Προφορά

Ετυμολογία
επιστομίζω επίστομα

Ερμηνεία
ρήμα επιστομίζω

✦ κάνω κάποιον να πέσει επίστομα, με το πρόσωπο προς το έδαφος, μπρούμυτα
✦ εμποδίζω κάποιον μπαίνοντας μπροστά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.