επιστολογραφικός
Προφορά
Ετυμολογία
επιστολογραφικός μεταγενέστερη ελληνική ἐπιστολογραφικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επιστολογραφικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην επιστολογραφία ή στον επιστολογράφο
✦ θηλ. επιστολογραφική ως ουσ., η τέχνη της γραφής επιστολών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–