επιστημοσύνη


επιστημοσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
επιστημοσύνη μεταγενέστερη ελληνική ἐπιστημοσύνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επιστημοσύνη

✦ η τέλεια γνώση επιστημονικού θέματος με το οποίο κάποιος ασχολείται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.