επιστεγάζω


επιστεγάζω
Προφορά

Ετυμολογία
επιστεγάζω αρχαία ελληνική ἐπιστεγάζω

Ερμηνεία
ρήμα επιστεγάζω

✦ καλύπτω με στέγη
(μτφ. ) ολοκληρώνω έργο, προσπάθεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.