επιστατώ
Προφορά
Ετυμολογία
επιστατώ αρχαία ελληνική ἐπιστατῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επιστατώ -είς, -εί
✦ επιβλέπω την εκτέλεση έργου, είμαι επιστάτης: υπάλληλοι του Δήμου… επιστατούν… στην ανέγερση ενός μνημείου (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–