επιστέγασμα


επιστέγασμα
Προφορά

Ετυμολογία
επιστέγασμα επιστεγάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το επιστέγασμα

✦ στέγη
(μτφ. ) η επιτυχημένη κατάληξη έργου, δράσεως κτλ.: επιστέγασμα πολυετών προσπαθειών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.