επιστέγαση


επιστέγαση
Προφορά

Ετυμολογία
επιστέγαση επιστεγάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επιστέγαση

✦ κάλυψη με στέγη
(μτφ. ) ολοκλήρωση προσπάθειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.