επισπευστικός


επισπευστικός
Προφορά

Ετυμολογία
επισπευστικός μεσαιωνική ελληνική ἐπισπευστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ επισπευστικός -ή, -ό

✦ αυτός που επισπεύδει, που επιταχύνει, παροτρυντικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.