επισκοπή
Προφορά
Ετυμολογία
επισκοπή μεταγενέστερη ελληνική ἐπισκοπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επισκοπή
✦ το αξίωμα του επισκόπου
✦ το οίκημα όπου μένει ο επίσκοπος: ένα άρωμα… από άνθη στης επισκοπής που ανθίζανε τον κήπο (Μ. Στασινόπουλος)
✦ εκκλησιαστική περιφέρεια στη δικαιοδοσία επισκόπου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–