επιπόλαιος


επιπόλαιος
Προφορά

Ετυμολογία
επιπόλαιος αρχαία ελληνική ἐπιπόλαιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιπόλαιος -η, -ο

✦ που βρίσκεται στην επιφάνεια, που δεν έχει βάθος: επιπόλαιο τραύμα
(μτφ. ) αβαθής, επιφανειακός: επιπόλαιη κρίση – μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά (Κ. Καρυωτάκης)
✦ (για πρόσ.) κούφος, ανερμάτιστος, ελαφρόμυαλος

Συνώνυμα

Αντίθετα
σοβαρός, μυαλωμένος, μετρημένος
Επιρρήματα
επιπόλαια (Κ επιπολαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.