επιπροσθώ
Προφορά
Ετυμολογία
επιπροσθώ αρχαία ελληνική ἐπιπροσθῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επιπροσθώ -είς, -εί
✦ βρίσκομαι ή τοποθετούμαι μπροστά από κάτι ή κάποιον και τον εμποδίζω να βλέπει ή να φαίνεται, αποκρύπτω
✦ (μτφ. ) παρεμποδίζω, παρακωλύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–