επιπολαστικός


επιπολαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
επιπολαστικός αρχαία ελληνική ἐπιπολαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιπολαστικός -ή, -ό

✦ αυτός που μένει στην επιφάνεια, που μπορεί να επιπλέει
(μτφ. ) άφθονος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.