επιπολή
Προφορά
Ετυμολογία
επιπολή αρχαία ελληνική ἐπιπολή, από τη γεν. ἐπιπολῆς (ως επίρρημα επιφανειακά) πιθανόν από το ἐπί πολῆς• το β΄ συνθετ. από τη ρίζα του πέλομαι (= κινούμαι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιπολή
✦ το άνω μέρος, η επιφάνεια
✦ η γενική επιπολής ως επίρρ. επιφανειακά, πάνω πάνω· κατ’ επέκτ. επιπόλαια
✦ φρ. εξ επιπολής – κατ’ επιπολήν, επιφανειακά, επιπόλαια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–