επιπλοκή
Προφορά
Ετυμολογία
επιπλοκή μεταγενέστερη ελληνική ἐπιπλοκή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιπλοκή
✦ περιπλοκή, μπέρδεμα |(ιατρ.) επιπρόσθετη νοσηρή εκδήλωση, που εμφανίζεται κατά τη διαδρομή νόσου και που επιδεινώνει την κατάσταση του αρρώστου: μετεγχειρητική επιπλοκή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–