επιπεφυκώς


επιπεφυκώς
Προφορά

Ετυμολογία
επιπεφυκώς μτχ. πρκμ. του επιφύω

Ερμηνεία
επιπεφυκώς

✦ βλεννογόνος υμένας, που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων και την εξωτερική του βολβού του ματιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.