επιπαστικός


επιπαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
επιπαστικός επιπάσσω

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιπαστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην επίπαση, ο χρήσιμος ή κατάλληλος για πασπάλισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.