επινώτιος


επινώτιος
Προφορά

Ετυμολογία
επινώτιος αρχαία ελληνική ἐπινώτιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επινώτιος -α, -ο

✦ αυτός που βρίσκεται ή φέρεται στην πλάτη
✦ ουδ. επινώτιο(ν) ως ουσ., ένδυμα χωρίς μανίκια που φοριέται στην πλάτη, μπέρτα, σάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.