επινεφρίδιος


επινεφρίδιος
Προφορά

Ετυμολογία
επινεφρίδιος αρχαία ελληνική ἐπινεφρίδιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επινεφρίδιος -α, -ο

✦ ο ευρισκόμενος πάνω στα νεφρά ή που ανήκει σ’ αυτά
✦ πληθ. ουδ. επινεφρίδια ως ουσ. (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.