επιμηκυντικός


επιμηκυντικός
Προφορά

Ετυμολογία
επιμηκυντικός ἐπιμηκύνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιμηκυντικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την επιμήκυνση, αυτός που επιμηκύνει: μια επιμηκυντική κατά τα ύψη παραμόρφωση (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.