επιμερισμός


επιμερισμός
Προφορά

Ετυμολογία
επιμερισμός μεταγενέστερη ελληνική ἐπιμερισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επιμερισμός

✦ διανομή, χωρισμός σε μερίδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.