επιλύχνιος
Προφορά
Ετυμολογία
επιλύχνιος μεσαιωνική ελληνική ἐπιλύχνιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επιλύχνιος -α, -ο
✦ αυτός που γίνεται την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια, κατά τον εσπερινό: επιλύχνιοι ψαλμοί, που ψάλλονται κατά τον εσπερινό – επιλύχνιος ευχαριστία, ο ύμνος που ψάλλεται στον εσπερινό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–