επιλύνω


επιλύνω
Προφορά

Ετυμολογία
επιλύνω επιλύω

Ερμηνεία
επιλύνω

✦ κ. επιλύω ρ. (επέλυσα, επιλύθηκα· Κ επιλύω) δίνω οριστική λύση: δεν επιλύθηκαν τα αιτήματα των απεργών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.