επιλογή
Προφορά
Ετυμολογία
επιλογή μεταγενέστερη ελληνική ἐπιλογή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιλογή
✦ εκλογή, διάλεγμα
✦ καθετί το επιλεγόμενο ως περισσότερο ενδεδειγμένο για ορισμένη περίσταση
✦ (ειδ.) δημοσίευση διαλεχτών κειμένων
✦ (βιολ.) η από τη φύση ή με την ανθρώπινη ενέργεια πραγματοποιούμενη βελτίωση των ζωικών ή φυτικών ειδών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–