επικόλληση
Προφορά
Ετυμολογία
επικόλληση επικολλώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επικόλληση
✦ η προσαρμογή με κόλλημα: επικόλληση γραμματοσήμων
✦ (ειδ.) η επίστρωση της επιφάνειας επίπλου με λεπτό φύλλο πολύτιμου ξύλου, καπλάντισμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–