επικροτώ
Προφορά
Ετυμολογία
επικροτώ αρχαία ελληνική ἐπικροτέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επικροτώ -είς, -εί
✦ επιδοκιμάζω: τα κόμματα δήλωσαν επίσημα πως επικροτούν αυτήν την ωραία πρωτοβουλία (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
εγκρίνω
Αντίθετα
αποδοκιμάζω, απορρίπτω
Επιρρήματα
–