επικουρία
Προφορά
Ετυμολογία
επικουρία αρχαία ελληνική ἐπικουρία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επικουρία
✦ συνδρομή, βοήθεια: πρόθυμος πάντα να έρθει σε επικουρία των αναξιοπαθούντων
✦ (στρατ.) εφεδρική δύναμη για βοήθεια των μαχομένων: όταν τα πρώτα τμήματα κάμφθηκαν, αμέσως στάλθηκαν επικουρίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–