επικαλυπτικός


επικαλυπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
επικαλυπτικός επικαλύπτω (Κ -ή, -όν) ο σχετικός με την επικάλυψη, που χρησιμεύει για επικάλυψη

Ερμηνεία
επίθετο┘ επικαλυπτικός -ή, -ό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.