επικέντρωση
Προφορά
Ετυμολογία
επικέντρωση επικεντρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επικέντρωση
✦ προσδιορισμός του άξονα κυλινδρικού σώματος
✦ (μτφ. ) προσδιορισμός του κεντρικού σημείου
✦ (μτφ. ) κατεύθυνση στο κεντρικό σημείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–