επικάθιση


επικάθιση
Προφορά

Ετυμολογία
επικάθιση επικαθίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επικάθιση

✦ η ενέργεια του επικαθίζω, το να επικάθεται κάτι πάνω σε άλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.