επιθεώρηση
Προφορά
Ετυμολογία
επιθεώρηση μεταγενέστερη ελληνική ἐπιθεώρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιθεώρηση
✦ προσεκτική εξέταση, έλεγχος
✦ ανώτερη, ειδική υπηρεσία που έχει ως έργο να ελέγχει την καλή λειτουργία άλλων υπηρεσιών
✦ περιοδική έκδοση που αναφέρεται σε ορισμένο πεδίο γνώσεως ή τέχνης
✦ είδος ελαφρού, σατιρικού θεατρικού έργου, που αποτελείται από διάφορες αυτοτελείς σκηνές (νούμερα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–