επιθεωρησιακός


επιθεωρησιακός
Προφορά

Ετυμολογία
επιθεωρησιακός επιθεώρησις

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιθεωρησιακός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη θεατρική επιθεώρηση: η νεολαία τραγουδούσε επίκαιρα επιθεωρησιακά τραγούδια (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.