επιείκεια


επιείκεια
Προφορά

Ετυμολογία
επιείκεια αρχαία ελληνική ἐπιείκεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επιείκεια

✦ ηπιότητα στην κρίση σχετικά με αδίκημα ή σφάλμα: ο συνήγορος ζήτησε για τον πελάτη του την επιείκεια του δικαστηρίου

Συνώνυμα

Αντίθετα
αυστηρότητα, ανεπιείκεια
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.