επιδιδυμίδα
Προφορά
Ετυμολογία
επιδιδυμίδα αρχαία ελληνική ἐπιδιδυμίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιδιδυμίδα
✦ (ιατρ.) μικρό όργανο στο άνω και πίσω χείλος του όρχεος που χρησιμεύει για την απέκκριση του σπέρματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–