επιδιασκόπιο
Προφορά
Ετυμολογία
επιδιασκόπιο └αγγλ┘epidiascope
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το επιδιασκόπιο
✦ συσκευή αποτελούμενη από φακούς και φωτεινή πηγή για την προβολή εικόνων ή μικρών αντικειμένων με τη βοήθεια του ανακλώμενου φωτός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–