επιδημώ
Προφορά
Ετυμολογία
επιδημώ αρχαία ελληνική ἐπιδημῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επιδημώ -είς, -εί
✦ διαμένω στην πατρίδα μου ή στον τόπο (δήμο) κατοικίας μου
✦ μένω προσωρινά σ’ έναν τόπο
✦ (για νόσο) έχω το χαρακτήρα επιδημίας, παρουσιάζομαι και διαδίδομαι σ’ έναν τόπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–