επιδημία
Προφορά
Ετυμολογία
επιδημία αρχαία ελληνική ἐπιδημία (ενν. νόσος), └θηλ┘ του επιθέτου ἐπιδήμιος (= διαδομένος στο λαό)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιδημία
✦ η εξάπλωση αρρώστιας σε μια περιοχή σε σύντομο χρόνο
✦ (μτφ. ) για γεγονός, που παρουσιάζει μεγάλη συχνότητα: επιδημία κλοπών – επιδημία γάμων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–