επιβαρυντικός


επιβαρυντικός
Προφορά

Ετυμολογία
επιβαρυντικός επιβαρύνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιβαρυντικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί επιβάρυνση
(μτφ. ) που επιδεινώνει μία θέση, μία κατάσταση: επιβαρυντικά στοιχεία

Συνώνυμα

Αντίθετα
ελαφρυντικός
Επιρρήματα
επιβαρυντικά (Κ επιβαρυντικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.