επιβαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
επιβαίνω αρχαία ελληνική ἐπιβαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επιβαίνω
✦ ανεβαίνω: τα δύσκολα κρημνά της αρετής ούτω επιβαίνω (Α. Κάλβος)
✦ επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο: οι ξένοι επίσημοι επέβησαν του αεροσκάφους και ανεχώρησαν
✦ (για ζώα) οχεύω, βατεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–