επιβάτισσα


επιβάτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
επιβάτισσα αρχαία ελληνική ἐπιβάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επιβάτισσα

✦ θηλ. επιβάτισσα (Κ επιβάτις, -τιδος) πρόσωπο που ταξιδεύει, μετακινείται με μέσο συγκοινωνίας: επιβάτης ταξί – πλοίου – αεροπλάνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.