επιβάρυνση
Προφορά
Ετυμολογία
επιβάρυνση επιβαρύνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιβάρυνση
✦ επαύξηση βάρους ή δαπάνης: ασύνετη φορολογική επιβάρυνση του λαού (Άγγ. Τερζάκης)
✦ (μτφ. ) επιδείνωση θέσεως ή καταστάσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ελάφρυνση
Επιρρήματα
–