επιβάλλω


επιβάλλω
Προφορά

Ετυμολογία
επιβάλλω αρχαία ελληνική ἐπιβάλλω

Ερμηνεία
ρήμα επιβάλλω

✦ υποχρεώνω σε κάτι, αναγκάζω να γίνει κάτι
✦ εδραιώνω με τη βία
✦ (μέσ.) επιβάλλομαι, αποκτώ κύρος, κατορθώνω να με υπακούσουν: είχε επιβληθεί στους συνομηλίκους του με την οξύτητα του πνεύματός του (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (απρόσ.) επιβάλλεται, είναι ανάγκη, πρέπει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.